ψάμμινος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίνη -ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)]. | |mltxt=-ίνη -ον, Α<br />αυτός που αποτελείται από άμμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ψάμμος]] «[[άμμος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ινος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ξύλ</i>-<i>ινος</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψάμμῐνος:''' -η, -ον ([[ψάμμος]]), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, [[αμμώδης]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A of sand, sandy, Hdt.2.99, Philostr.Her.3.4.
German (Pape)
[Seite 1391] von Sand, im Sande, sandig, Her. 2, 99.
Greek (Liddell-Scott)
ψάμμῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ἄμμου πεποιημένος ἢ ἐν τῇ ἄμμῳ ὤν, ἀμμώδης, Ἡρόδ. 2. 99, Φιλόστρ. 699.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de sable.
Étymologie: ψάμμος.
Greek Monolingual
-ίνη -ον, Α
αυτός που αποτελείται από άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + κατάλ. -ινος (πρβλ. ξύλ-ινος)].
Greek Monotonic
ψάμμῐνος: -η, -ον (ψάμμος), αυτός που έχει φτιαχτεί από άμμο, αμμώδης, σε Ηρόδ.