αγλαόκωμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀγλαόκωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που λαμπρύνει τον [[κώμο]], [[δηλαδή]] τη [[γιορτή]], τη [[διασκέδαση]], το [[γλέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶμος]].
|mltxt=[[ἀγλαόκωμος]], -ον (Α)<br />αυτός που λαμπρύνει τον [[κώμο]], [[δηλαδή]] τη [[γιορτή]], τη [[διασκέδαση]], το [[γλέντι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀγλαός]] <span style="color: red;">+</span> [[κῶμος]].
}}
}}

Latest revision as of 22:15, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀγλαόκωμος, -ον (Α)
αυτός που λαμπρύνει τον κώμο, δηλαδή τη γιορτή, τη διασκέδαση, το γλέντι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + κῶμος.