αίθριος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[αἴθριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό και τον καιρό) [[καθαρός]], [[ανέφελος]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[αίθριο]], το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί την [[αιθρία]]<br />λέγεται για τους ανέμους και [[κυρίως]] για τον βοριά<br /><b>2.</b> ως επίθ. του [[Διός]]<br /><b>3.</b> [[διάφανος]], [[διαυγής]]: «[[αἴθριος]] [[πάγος]]» (Σοφοκλής)<br /><b>4.</b> [[υπαίθριος]], [[ψυχρός]], [[παγερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶθρος]] [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἴθριο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιθριότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[υπαίθριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰθριοκοιτῶ</i>].
|mltxt=-ια, -ιο (Α [[αἴθριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> (για τον ουρανό και τον καιρό) [[καθαρός]], [[ανέφελος]], [[λαμπρός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <b>βλ. λ.</b> [[αίθριο]], το<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί την [[αιθρία]]<br />λέγεται για τους ανέμους και [[κυρίως]] για τον βοριά<br /><b>2.</b> ως επίθ. του [[Διός]]<br /><b>3.</b> [[διάφανος]], [[διαυγής]]: «[[αἴθριος]] [[πάγος]]» (Σοφοκλής)<br /><b>4.</b> [[υπαίθριος]], [[ψυχρός]], [[παγερός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶθρος]] [[αἰθήρ]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>αἴθριο</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιθριότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[υπαίθριος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αἰθριοκοιτῶ</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 29 December 2020

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)
1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί την αιθρία
λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά
2. ως επίθ. του Διός
3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)
4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἶθρος αἰθήρ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθριο
νεοελλ.
αιθριότητα.
ΣΥΝΘ. υπαίθριος
αρχ.
αἰθριοκοιτῶ].