αλληλουχία: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(2) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀλληλουχία]])<br />ο [[σύνδεσμος]] με τα προηγούμενα και τα επόμενα, [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[επαλληλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[αιτιώδης]] [[σχέση]] και [[εξάρτηση]], [[λογική]] [[σχέση]], [[συνειρμός]], [[συνέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=η (Α [[ἀλληλουχία]])<br />ο [[σύνδεσμος]] με τα προηγούμενα και τα επόμενα, [[συνοχή]], [[συνάφεια]], [[επαλληλία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(ειδικά) [[αιτιώδης]] [[σχέση]] και [[εξάρτηση]], [[λογική]] [[σχέση]], [[συνειρμός]], [[συνέπεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλληλοῦχος]], <b>βλ.</b> [[ἀλληλοῦχοι]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:15, 29 December 2020
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.