ἀλφιτηρός: Difference between revisions
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
(big3_3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(ἀλφῐτηρός) -όν<br /><b class="num">1</b> [[de cebada]], [[ἀγγεῖον]] ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada</i> Antiph.63.<br /><b class="num">2</b> fig. [[productivo]] ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas</i> Herod.7.73. | |dgtxt=(ἀλφῐτηρός) -όν<br /><b class="num">1</b> [[de cebada]], [[ἀγγεῖον]] ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada</i> Antiph.63.<br /><b class="num">2</b> fig. [[productivo]] ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas</i> Herod.7.73. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλφιτηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα [[άλφιτα]], τα άλευρα<br /><b>2.</b> <i>ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον</i>, [[δοχείο]] για τη [[φύλαξη]] αλφίτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄλφιτον]] (-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ηρός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν,
A of or belonging to ἄλφιτα, ἀγγεῖον ἀ. meal-tub, Antiph.63 (-τήριον Poll.10.179). 2 ἀλφιτηρὸν ἐργαλεῖα κινεῦσι 'a living wage for the worker', Herod.7.73.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλφῐτηρός: -ά, -όν, ἐξ ἀλφίτων ἢ εἰς ἄλφιτα ἀνήκων, ἀγγεῖον ἀλφ. = δοχεῖον ἀλφίτων, Ἀντιφάν. ἐν «Βομβυλίῳ» 1, ἔνθα (ἐν Πολυδ. 10. 179) -τήριον ὑπῆρχε.
Spanish (DGE)
(ἀλφῐτηρός) -όν
1 de cebada, ἀγγεῖον ἀλφιτηρόν artesa o cuenco para las gachas de cebada Antiph.63.
2 fig. productivo ἀλφιτηρὸν ἐργα[λ] εῖα κινεῦσι productivo para los que mueven herramientas Herod.7.73.
Greek Monolingual
ἀλφιτηρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άλφιτα, τα άλευρα
2. ἀλφιτηρὸν ἀγγεῑον, δοχείο για τη φύλαξη αλφίτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + παραγ. κατάλ. -ηρός].