ἀναπόδραστος: Difference between revisions
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
(big3_4) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[a lo que no se escapa]], [[inevitable]] ἀναπόδραστον αἰτίαν como etim. de Adrastea, Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>13, τὴν τῶν θεῶν ἀναπόδραστον ἐφόρασιν Porph.<i>Marc</i>.21, cf. Plu.2.166e, Corn.<i>ND</i> 13, Alex.Aphr.<i>Fat</i>.166.3<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀ. [[lo inevitable]] Plot.4.3.13.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede escapar]] τὰ δόγματα ... ἐν τῇ ψυχὴ ἀναπόδραστα Alb.<i>Intr</i>.6, cf. <i>AB</i> 392. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[a lo que no se escapa]], [[inevitable]] ἀναπόδραστον αἰτίαν como etim. de Adrastea, Arist.<i>Mu</i>.401<sup>b</sup>13, τὴν τῶν θεῶν ἀναπόδραστον ἐφόρασιν Porph.<i>Marc</i>.21, cf. Plu.2.166e, Corn.<i>ND</i> 13, Alex.Aphr.<i>Fat</i>.166.3<br /><b class="num">•</b>τὸ ἀ. [[lo inevitable]] Plot.4.3.13.<br /><b class="num">2</b> [[que no puede escapar]] τὰ δόγματα ... ἐν τῇ ψυχὴ ἀναπόδραστα Alb.<i>Intr</i>.6, cf. <i>AB</i> 392. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόδραστος]], -ον) [[ἀποδιδράσκω]]<br />αυτός που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον αποφύγει, ο [[αναπόφευκτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A unavoidable, not to be escaped, Arist.Mu.401b13, Plu.2.166e, Alex.Aphr.Fat.166.3; τὸ ἀ. Plot.4.3.13. 2 Act., unable to run away, AB392, Alb.Intr.6.
German (Pape)
[Seite 203] unentrinnbar, Arist. mund. 7, 5; bei Plut. Superst. 4 δοῦλος, ein Sklav, der nicht entfliehen kann.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπόδραστος: -ον, ἄφυκτος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποφύγῃ, Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 5, Πλούτ. 2. 166E. 2) ἀνίκανος νὰ ἀποδράσῃ, «ἀναποδράστους, τοὺς μὴ δυναμένους φυγεῖν» Α. Β. 392. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inévitable.
Étymologie: ἀ, ἀποδιδράσκω.
Spanish (DGE)
-ον
1 a lo que no se escapa, inevitable ἀναπόδραστον αἰτίαν como etim. de Adrastea, Arist.Mu.401b13, τὴν τῶν θεῶν ἀναπόδραστον ἐφόρασιν Porph.Marc.21, cf. Plu.2.166e, Corn.ND 13, Alex.Aphr.Fat.166.3
•τὸ ἀ. lo inevitable Plot.4.3.13.
2 que no puede escapar τὰ δόγματα ... ἐν τῇ ψυχὴ ἀναπόδραστα Alb.Intr.6, cf. AB 392.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπόδραστος, -ον) ἀποδιδράσκω
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αποφύγει, ο αναπόφευκτος
αρχ.
αυτός που δεν μπορεί να αποδράσει, να φύγει.