ἀνερεύνητος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no investigado]] ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.<i>Hp.Ma</i>.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.<i>EN</i> 1181<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>[[no explorado]] ὠκεανός <i>Peripl.M.Rubri</i> 18.
|dgtxt=-ον<br />[[no investigado]] ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.<i>Hp.Ma</i>.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.<i>EN</i> 1181<sup>b</sup>12<br /><b class="num">•</b>[[no explorado]] ὠκεανός <i>Peripl.M.Rubri</i> 18.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνερεύνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, [[ανεξέταστος]], [[ανεξιχνίαστος]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνερεύνητος Medium diacritics: ἀνερεύνητος Low diacritics: ανερεύνητος Capitals: ΑΝΕΡΕΥΝΗΤΟΣ
Transliteration A: anereúnētos Transliteration B: anereunētos Transliteration C: anereynitos Beta Code: a)nereu/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not investigated, Pl.Hp.Ma.298c; ἀ. παραλιπεῖν τι Arist.EN1181b12.    2 that cannot be searched or found out, v.l. in Pl.Cra.421d; ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι harass oneself about inscrutable things, f.l. in E.Ion255.

German (Pape)

[Seite 226] unerforscht, Eur. Ion. 255; Plat. Hipp. mai. 298 c; unerforschlich, όνόματα Crat. 421 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερεύνητος: -ον, ὁ μὴ ἀνερευνηθείς, Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 298C· ἀν. παραλιπεῖν τι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 22. 2) ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀνερευνήσῃ ἢ νὰ ἀνεύρῃ, Πλάτ. Κρατ. 421D: ἀνερεύνητα δυσθυμεῖσθαι, ἀθυμῶ, βασανίζομαι περὶ ἀνερευνήτων, ἀνεξιχνιάστων πραγμάτων, Εὐρ. Ἴων 255.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non exploré.
Étymologie: ἀ, ἐρευνάω.

Spanish (DGE)

-ον
no investigado ἀνερεύνητα ὄντα ... λέγειν Pl.Hp.Ma.298c, τὸ περὶ τῆς νομοθεσίας Arist.EN 1181b12
no explorado ὠκεανός Peripl.M.Rubri 18.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνερεύνητος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ερευνηθεί, ανεξέταστος, ανεξιχνίαστος.