ἀμφίσωπος: Difference between revisions
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(6_16) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίσωπος''': -ον, = [[περίωπος]], [[περίοπτος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. [[περιωπή]]. | |lstext='''ἀμφίσωπος''': -ον, = [[περίωπος]], [[περίοπτος]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. [[περιωπή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀμφίσωπος]], -ον (Α)<br />αυτός που φαίνεται από όλα τα [[σημεία]], [[περίβλεπτος]], [[περίοπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφὶς</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ὤψ</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = περίωπος, A Fr.41.
German (Pape)
[Seite 144] (ὀπή), von allen Seiten offen, Aesch. frg. 32 bei Hesych. s. v.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίσωπος: -ον, = περίωπος, περίοπτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 35: πρβλ. περιωπή.
Greek Monolingual
ἀμφίσωπος, -ον (Α)
αυτός που φαίνεται από όλα τα σημεία, περίβλεπτος, περίοπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφὶς + ὤψ].