ἀμαυρότης: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτοι ποθ' οὑχθρός, οὐδ' ὅταν θάνῃ, φίλος → One's enemy does not become one's friend when they die

Sophocles, Antigone, 522
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[oscuridad]], [[ceguera]] τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49<br /><b class="num">•</b>fig. [[tiniebla]], [[obnubilación]] c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.<i>HE</i> 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.<br /><b class="num">2</b> [[vaguedad]] αἰσθήσεων Gal.11.282.
|dgtxt=-ητος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[oscuridad]], [[ceguera]] τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49<br /><b class="num">•</b>fig. [[tiniebla]], [[obnubilación]] c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.<i>HE</i> 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.<br /><b class="num">2</b> [[vaguedad]] αἰσθήσεων Gal.11.282.
}}
{{grml
|mltxt=(-ητος), η (Α [[ἀμαυρότης]]) [[ἀμαυρός]]<br />(νεοελλ. -ιατρ.) [[εξασθένηση]] της οράσεως, [[θολούρα]] τών ματιών<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />το να [[είναι]] [[κάτι]] αμαυρό, σκοτεινό<br /><b>αρχ.</b><br />[[αδυναμία]], [[ανημπόρια]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμαυρότης Medium diacritics: ἀμαυρότης Low diacritics: αμαυρότης Capitals: ΑΜΑΥΡΟΤΗΣ
Transliteration A: amaurótēs Transliteration B: amaurotēs Transliteration C: amavrotis Beta Code: a)mauro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A dimness, αἰσθήσεων Gal.11.282; obscurity, Epist.Maximini ap.Eus.DE9.7, cf. Eust. 1585.47.

German (Pape)

[Seite 117] ητος, ἡ, Schwäche, Euseb.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαυρότης: -ητος, ἡ, = ἀμυδρότης, σκοτεινότης, Εὐσεβ. Ἱστ. Ἐκκλ. 352.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 oscuridad, ceguera τὴν τῶν ὀφθαλμῶν ἄμερσιν ὅ ἐστιν ἀμαυρότητα Eust.1585.49
fig. tiniebla, obnubilación c. gen. subjet. πλάνης Maximinus en Eus.HE 9.7.3, ἡδονῶν Rom.Mel.74.ιβʹ.1.
2 vaguedad αἰσθήσεων Gal.11.282.

Greek Monolingual

(-ητος), η (Α ἀμαυρότης) ἀμαυρός
(νεοελλ. -ιατρ.) εξασθένηση της οράσεως, θολούρα τών ματιών
μσν.- νεοελλ.
το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό
αρχ.
αδυναμία, ανημπόρια.