ἀποφθεγματικός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
(big3_6)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que habla por medio de apotegmas]], [[sentencioso]] τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.<i>Lyc</i>.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... [[βραχυλογία]] Plu.<i>Brut</i>.2, cf. Demetr.<i>Eloc</i>.9, Sch.Er.<i>Il</i>.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.<i>Fr</i>.[29.30] 2.<br /><b class="num">2</b> adv. -κῶς [[sentenciosamente]], [[profundamente]] Eust.1870.46.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀποφθεγματικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά<br /><b>2.</b> [[λιγόλογος]], [[λακωνικός]].
}}
}}

Revision as of 06:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποφθεγματικός Medium diacritics: ἀποφθεγματικός Low diacritics: αποφθεγματικός Capitals: ΑΠΟΦΘΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apophthegmatikós Transliteration B: apophthegmatikos Transliteration C: apofthegmatikos Beta Code: a)pofqegmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A dealing in apophthegms, sententious, Plu.Lyc.19, Brut.2, Demetr.Eloc.9; θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ -κούς, i.e. bare assertions, Epicur.Nat.14.9. Adv. -κῶς Eust.1870.46.

German (Pape)

[Seite 334] spruchreich, der gern in Sentenzen spricht, καὶ βραχυλόγος Plut. Lyc. 19; βραχυλογία Brut. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποφθεγματικός: ἡ, όν, ὁ ὀλίγα καὶ ὀρθὰ λέγων, ὁ εὐφυὴς εἰς τὰς ἐκφράσεις του, ὁ μεταχειριζόμενος ἀποφθέγματα ὅταν λαλῇ, καὶ γὰρ αὐτὸς ὁ Λυκοῦργος βραχυλόγος τις ἔοικε γενέσθαι καὶ ἀποφθεγματικὸς Πλουτ. Λυκ. 19, Βροῦτ. 2, Δημήτρ. Φαληρ. 9.-Ἐπίρρ. -κῶς Εὐστ. 1870. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui a un sens profond;
2 qui parle par sentences.
Étymologie: ἀπόφθεγμα.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que habla por medio de apotegmas, sentencioso τοῦς παῖδας ἀποφθεγματικοὺς ... μηχανώμενος Plu.Lyc.19, ἀποφθεγματικὴ καὶ Λακωνικὴ ... βραχυλογία Plu.Brut.2, cf. Demetr.Eloc.9, Sch.Er.Il.9.497, θορύβους ἐνθυμηματικοὺς καὶ ἀποφθεγματικούς Epicur.Fr.[29.30] 2.
2 adv. -κῶς sentenciosamente, profundamente Eust.1870.46.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀποφθεγματικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζεται με αποφθέγματα, με γνωμικά
2. λιγόλογος, λακωνικός.