ἀργυρόρρυτος: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
(big3_6)
(6)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀργῠρόρρυτος) -ον [[bañado por una corriente de plata]] ὄχθαι E.<i>HF</i> 386.
|dgtxt=(ἀργῠρόρρυτος) -ον [[bañado por una corriente de plata]] ὄχθαι E.<i>HF</i> 386.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀργυρόρρυτος]], -ον (Α)<br />(για όχθη ποταμού) αυτός που βρίσκεται πλάι στο ασημένιο [[ρεύμα]] του ποταμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άργυρος]] <span style="color: red;">+</span> [[ρυτός]] <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρόρρῠτος Medium diacritics: ἀργυρόρρυτος Low diacritics: αργυρόρρυτος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΡΡΥΤΟΣ
Transliteration A: argyrórrytos Transliteration B: argyrorrytos Transliteration C: argyrorrytos Beta Code: a)rguro/rrutos

English (LSJ)

ον, (ῥέω)

   A beside a silver stream, ὄχθαι Ἕβρου E.HF386 (lyr.).

Spanish (DGE)

(ἀργῠρόρρυτος) -ον bañado por una corriente de plata ὄχθαι E.HF 386.

Greek Monolingual

ἀργυρόρρυτος, -ον (Α)
(για όχθη ποταμού) αυτός που βρίσκεται πλάι στο ασημένιο ρεύμα του ποταμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ρυτός < ρέω].