ἀσπορία: Difference between revisions

From LSJ

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ [[esterilidad]] Man.4.585, <i>Orac.Sib</i>.3.542.
|dgtxt=-ας, ἡ [[esterilidad]] Man.4.585, <i>Orac.Sib</i>.3.542.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσπορία]]) [[άσπορος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[έλλειψη]] σπόρων, η κακή [[σοδειά]] από [[δημητριακά]] και όσπρια<br /><b>μσν.</b><br />η [[γέννηση]] [[χωρίς]] [[σπέρμα]] (η [[γέννηση]] του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στειρότητα]], η [[ατεκνία]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπορία Medium diacritics: ἀσπορία Low diacritics: ασπορία Capitals: ΑΣΠΟΡΙΑ
Transliteration A: asporía Transliteration B: asporia Transliteration C: asporia Beta Code: a)spori/a

English (LSJ)

ἡ,

   A barrenness, Man.4.585.

German (Pape)

[Seite 374] ἡ, das Nichtsäen, Maneth. 4, 585; das Nichtzeugen von Kindern, Orac. Sib.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπορία: ἡ, στείρωσις, ἀκαρπία, Μανέθ. 4. 585, Χρ. Σιβυλλ. 3. 542.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ esterilidad Man.4.585, Orac.Sib.3.542.

Greek Monolingual

η (AM ἀσπορία) άσπορος
νεοελλ.
η έλλειψη σπόρων, η κακή σοδειά από δημητριακά και όσπρια
μσν.
η γέννηση χωρίς σπέρμαγέννηση του Χριστού από την Παρθένο Μαρία)
αρχ.
η στειρότητα, η ατεκνία.