ἀμφιτειχής: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές [[que cerca las murallas]] λεώς A.<i>Th</i>.291.
|dgtxt=-ές [[que cerca las murallas]] λεώς A.<i>Th</i>.291.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιτειχής]], -ές (Α)<br />αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>τειχὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[τεῖχος]].
}}
}}

Revision as of 06:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιτειχής Medium diacritics: ἀμφιτειχής Low diacritics: αμφιτειχής Capitals: ΑΜΦΙΤΕΙΧΗΣ
Transliteration A: amphiteichḗs Transliteration B: amphiteichēs Transliteration C: amfiteichis Beta Code: a)mfiteixh/s

English (LSJ)

ές,

   A encompassing the walls, λεώς A.Th.291.

German (Pape)

[Seite 144] ές (τεῖχος), die Mauer umzingelnd, λεώς Aesch. Sept. 272.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιτειχής: -ές, ὁ περιβάλλων τὰ τείχη, λεὼς Αἰσχύλ. Θήβ. 290.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui entoure les remparts.
Étymologie: ἀμφί, τεῖχος.

Spanish (DGE)

-ές que cerca las murallas λεώς A.Th.291.

Greek Monolingual

ἀμφιτειχής, -ές (Α)
αυτός που περιβάλλει, περικυκλώνει τα τείχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -τειχὴς < τεῖχος.