ἀργύφεος: Difference between revisions
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
(big3_6) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ῠ]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο Hes.<i>Fr</i>.43a.73, Nonn.<i>D</i>.44.192]<br />[[de brillo argénteo]] σπέος <i>Il</i>.18.50, φᾶρος <i>Od</i>.5.230, ἐσθής Hes.<i>Th</i>.574, [[εἷμα]] Hes.<i>Fr</i>.l.c., ὠεόν Orph.<i>Fr</i>.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, [[ἅρμα]] Nonn.l.c., νάματα <i>AP</i> 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536. | |dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ῠ]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [ép. gen. sg. -οιο Hes.<i>Fr</i>.43a.73, Nonn.<i>D</i>.44.192]<br />[[de brillo argénteo]] σπέος <i>Il</i>.18.50, φᾶρος <i>Od</i>.5.230, ἐσθής Hes.<i>Th</i>.574, [[εἷμα]] Hes.<i>Fr</i>.l.c., ὠεόν Orph.<i>Fr</i>.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, [[ἅρμα]] Nonn.l.c., νάματα <i>AP</i> 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀργύφεος]], -έη, -εον (Α)<br />αυτός που λάμπει σαν [[άργυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[παράλληλος]] τ. του [[άργυφος]], σχηματισμένος αναλογικά [[προς]] τα επίθετα σε -<i>εος</i>. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει [[κυρίως]] ενδύματα]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:23, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], η, ον, Ep. Adj.
A silver-shining, silver-white, σπέος Il.18.50; φᾶρος Od.5.230; ἐσθής Hes.Th.574; νάματα AP9.633 (Damoch.); ὠεόν Orph.Fr.70, cf.Mus.Belg.16.71 (Athens, ii A.D.), Epic. in POxy. 421.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργύφεος: [ῠ], -η, -ον, Ἐπ. ἐπίθ., λάμπων ὡς ἄργυρος, λευκὸς ὡς ἄργυρος, Ἰλ. Σ. 50, Ὀδ. Ε. 230. Ἡσ. Θ. 574· τὸ ἀργύφεος, ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ ἄργυρος, οἵαν τὸ λιγὺς πρὸς τὸ λιγυρός: (ἴδε ἐν λ. ἀργός).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
éclatant de blancheur.
Étymologie: ἀργός¹, φαίνω.
English (Autenrieth)
(root ἀργ): white shining, glittering; φᾶρος, Od. 5.230; σπέος, of the Nereids (cf. ἀργυρόπεζα), Il. 18.50.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [ῠ]
• Morfología: [ép. gen. sg. -οιο Hes.Fr.43a.73, Nonn.D.44.192]
de brillo argénteo σπέος Il.18.50, φᾶρος Od.5.230, ἐσθής Hes.Th.574, εἷμα Hes.Fr.l.c., ὠεόν Orph.Fr.70, καλύπτρη A.R.3.835, χεῖρες A.R.4.1407, ὀδόντες Triph.73, ἅρμα Nonn.l.c., νάματα AP 9.633 (Damoch.), κνῆμαι Q.S.1.142, ὦμοι Q.S.12.536.
Greek Monolingual
ἀργύφεος, -έη, -εον (Α)
αυτός που λάμπει σαν άργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. παράλληλος τ. του άργυφος, σχηματισμένος αναλογικά προς τα επίθετα σε -εος. Η λ. απαντά στον Όμηρο και τον Ησίοδο για να χαρακτηρίσει κυρίως ενδύματα].