διωκτήρ: Difference between revisions

From LSJ

ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῆρος [[perseguidor]] λύκος Babr.128.14.
|dgtxt=-ῆρος [[perseguidor]] λύκος Babr.128.14.
}}
{{grml
|mltxt=[[διωκτήρ]], ο (Α) [[διώκω]]<br />αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διωκτήρ Medium diacritics: διωκτήρ Low diacritics: διωκτήρ Capitals: ΔΙΩΚΤΗΡ
Transliteration A: diōktḗr Transliteration B: diōktēr Transliteration C: dioktir Beta Code: diwkth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A pursuer, Babr.128.14.

German (Pape)

[Seite 648] ῆρος, ὁ, der Verfolger, Babr. fab. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διωκτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταδιώκων, ἐν σπουδῇ παρακολουθῶν, Βαβρ. 6· ‒ ὡσαύτως, διώκτης, ου, ὁ, Ν. Δ., Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
celui qui poursuit.
Étymologie: διώκω.

Spanish (DGE)

-ῆρος perseguidor λύκος Babr.128.14.

Greek Monolingual

διωκτήρ, ο (Α) διώκω
αυτός που καταδιώκει ή παρακολουθεί προσεκτικά κάποιον.