διατορνεύω: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[contornear]] ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.<i>Descr</i>.30.14.<br /><b class="num">2</b> [[tornear]] λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.<i>Ep.Fest</i>.11.7. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[contornear]] ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.<i>Descr</i>.30.14.<br /><b class="num">2</b> [[tornear]] λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.<i>Ep.Fest</i>.11.7. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[διατορνεύω]] (Α) [[τορνεύω]]<br />[[επεξεργάζομαι]] με τόρνο, φτιάχνω [[κάτι]] στρογγυλό. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:27, 29 September 2017
English (LSJ)
A round off, Lib.Descr.30.6.
German (Pape)
[Seite 607] = simpl. τορνεύω; Liban.; Plut. adv. St. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διατορνεύω: ἐξεργάζομαί τι διὰ τοῦ τόρνου, Λιβάν. 4. 1071.
French (Bailly abrégé)
fabriquer au tour, tourner.
Étymologie: διά, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 contornear ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.Descr.30.14.
2 tornear λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.Ep.Fest.11.7.
Greek Monolingual
διατορνεύω (Α) τορνεύω
επεξεργάζομαι με τόρνο, φτιάχνω κάτι στρογγυλό.