ἐκβόησις: Difference between revisions

From LSJ

θεοῦ θέλοντος κἂν ἐπὶ ῥιπὸς πλέοις → if God willed it, you could sail even on a straw mat | God willing, you may voyage on a mat

Source
(big3_13)
(10)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grito]], [[chillido]] ἡδονῆς ... αἱ ἐκβοήσεις Ph.1.373, ἡ ἐπὶ τῷ ἥδεσθαι ἢ τῷ θαυμάζειν ἐ. S.E.<i>M</i>.1.143, αἱ ... συνεχεῖς ἐκβοήσεις ... [[ἄχρι]] πολλοῦ διαστήματος ἐχώρουν Ph.2.159, μήτε πρὸς τὰς σφοδρὰς ἐκβοήσεις μετακινῶν τοὺς ὀφθαλμούς Aët.6.4, ταραχαῖς ἢ ἐκβοήσεσι χρώμενος ... ἐν τῇ ... ἐκκλησίᾳ <i>Cod.Iust</i>.1.12.8.1<br /><b class="num">•</b>del recién nacido [[vagido]] Aristid.Quint.113.20.<br /><b class="num">2</b> [[grito de apoyo]], [[aclamación]] popular τῶν δήμων Eus.<i>LC</i> 5 (p.205), cf. Hld.10.17.3, αἱ ξέναι ἐκβοήσεις καὶ εὐφημίαι Eustrat.<i>V.Eutych</i>.2010, consignado por escrito χαίρομεν καὶ ταῖς ἐκβοήσεσιν τῶν τῆς [[Ἀσίας]] οἰκούντων ἐντυχόντες <i>IEphesos</i> 44.6, cf. 1352.9 (ambas V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[grito de protesta]], [[queja]] πολλάκις ἐκβοήσεσι κεχρῆσθαι ... κατὰ Ἰωάννου <i>PMich</i>.659.42, cf. Mitteis <i>Chr</i>.319.45 (ambos VI d.C.), consignado por escrito [[γραμματεῖον]] ἀνεγινώσκετο δημοτικῶν ἐκβοήσεων se leyó un documento con quejas públicas</i> Soz.<i>HE</i> 2.25.7.
|dgtxt=-εως, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[grito]], [[chillido]] ἡδονῆς ... αἱ ἐκβοήσεις Ph.1.373, ἡ ἐπὶ τῷ ἥδεσθαι ἢ τῷ θαυμάζειν ἐ. S.E.<i>M</i>.1.143, αἱ ... συνεχεῖς ἐκβοήσεις ... [[ἄχρι]] πολλοῦ διαστήματος ἐχώρουν Ph.2.159, μήτε πρὸς τὰς σφοδρὰς ἐκβοήσεις μετακινῶν τοὺς ὀφθαλμούς Aët.6.4, ταραχαῖς ἢ ἐκβοήσεσι χρώμενος ... ἐν τῇ ... ἐκκλησίᾳ <i>Cod.Iust</i>.1.12.8.1<br /><b class="num">•</b>del recién nacido [[vagido]] Aristid.Quint.113.20.<br /><b class="num">2</b> [[grito de apoyo]], [[aclamación]] popular τῶν δήμων Eus.<i>LC</i> 5 (p.205), cf. Hld.10.17.3, αἱ ξέναι ἐκβοήσεις καὶ εὐφημίαι Eustrat.<i>V.Eutych</i>.2010, consignado por escrito χαίρομεν καὶ ταῖς ἐκβοήσεσιν τῶν τῆς [[Ἀσίας]] οἰκούντων ἐντυχόντες <i>IEphesos</i> 44.6, cf. 1352.9 (ambas V d.C.).<br /><b class="num">3</b> [[grito de protesta]], [[queja]] πολλάκις ἐκβοήσεσι κεχρῆσθαι ... κατὰ Ἰωάννου <i>PMich</i>.659.42, cf. Mitteis <i>Chr</i>.319.45 (ambos VI d.C.), consignado por escrito [[γραμματεῖον]] ἀνεγινώσκετο δημοτικῶν ἐκβοήσεων se leyó un documento con quejas públicas</i> Soz.<i>HE</i> 2.25.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκβόησις]], η (AM)<br />[[ξεφωνητό]], δυνατή [[κραυγή]].
}}
}}

Revision as of 06:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκβόησις Medium diacritics: ἐκβόησις Low diacritics: εκβόησις Capitals: ΕΚΒΟΗΣΙΣ
Transliteration A: ekbóēsis Transliteration B: ekboēsis Transliteration C: ekvoisis Beta Code: e)kbo/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A crying out or aloud, Ph.2.159, al., Hld.10.17 ; ἡ ἐπὶ τῷ ἥδεσθαι ἐ. S.E.M.1.143: pl., Anatolian Studies154(Ephesus, v A.D.), Cod.Just.1.12.8.1.

German (Pape)

[Seite 754] ἡ, das Aufschreien, Ausrufen, Sp., wie Heliod. 10, 17.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκβόησις: -εως, ἡ, τὸ ἐκβοᾶν, κραυγάζειν μεγαλοφώνως, Φίλων 2. 159, Ἡλιόδ. 10. 17.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 grito, chillido ἡδονῆς ... αἱ ἐκβοήσεις Ph.1.373, ἡ ἐπὶ τῷ ἥδεσθαι ἢ τῷ θαυμάζειν ἐ. S.E.M.1.143, αἱ ... συνεχεῖς ἐκβοήσεις ... ἄχρι πολλοῦ διαστήματος ἐχώρουν Ph.2.159, μήτε πρὸς τὰς σφοδρὰς ἐκβοήσεις μετακινῶν τοὺς ὀφθαλμούς Aët.6.4, ταραχαῖς ἢ ἐκβοήσεσι χρώμενος ... ἐν τῇ ... ἐκκλησίᾳ Cod.Iust.1.12.8.1
del recién nacido vagido Aristid.Quint.113.20.
2 grito de apoyo, aclamación popular τῶν δήμων Eus.LC 5 (p.205), cf. Hld.10.17.3, αἱ ξέναι ἐκβοήσεις καὶ εὐφημίαι Eustrat.V.Eutych.2010, consignado por escrito χαίρομεν καὶ ταῖς ἐκβοήσεσιν τῶν τῆς Ἀσίας οἰκούντων ἐντυχόντες IEphesos 44.6, cf. 1352.9 (ambas V d.C.).
3 grito de protesta, queja πολλάκις ἐκβοήσεσι κεχρῆσθαι ... κατὰ Ἰωάννου PMich.659.42, cf. Mitteis Chr.319.45 (ambos VI d.C.), consignado por escrito γραμματεῖον ἀνεγινώσκετο δημοτικῶν ἐκβοήσεων se leyó un documento con quejas públicas Soz.HE 2.25.7.

Greek Monolingual

ἐκβόησις, η (AM)
ξεφωνητό, δυνατή κραυγή.