δυσκατάστατος: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(big3_12) |
(10) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de arreglar]], [[de mal arreglo]] τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.43.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de establecer]], [[de comprender]] ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.<i>in Phdr</i>.132. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[difícil de arreglar]], [[de mal arreglo]] τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar</i> X.<i>Cyr</i>.5.3.43.<br /><b class="num">2</b> [[difícil de establecer]], [[de comprender]] ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.<i>in Phdr</i>.132. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.
Greek Monolingual
δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.