ἐνδιαίτημα: Difference between revisions
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
(big3_14) |
(11) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[morada]], [[lugar de residencia]] de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.<i>Ep</i>.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.<i>Or</i>.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural</i> Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.<i>Mt</i>.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b<br /><b class="num">•</b>fig. [[morada]], [[sede]] esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.<i>Marc</i>.11, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento</i> Cyr.Al.M.68.993A.<br /><b class="num">2</b> [[régimen]], [[dieta]] συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.333A. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[morada]], [[lugar de residencia]] de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.<i>Ep</i>.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.<i>Or</i>.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural</i> Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.<i>Mt</i>.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b<br /><b class="num">•</b>fig. [[morada]], [[sede]] esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.<i>Marc</i>.11, cf. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento</i> Cyr.Al.M.68.993A.<br /><b class="num">2</b> [[régimen]], [[dieta]] συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.<i>Or</i>.M.85.333A. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Α [[ἐνδιαίτημα]])<br />[[κατοικία]], [[τόπος]] διαμονής<br /><b>νεοελλ.</b><br />«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:28, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A dwelling-place, D.H.1.37, Ph.1.52, al., Plu.2.968b, Phalar.Ep.34 (pl.), Agath.3.23; ἐ. δαιμόνων τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11.
German (Pape)
[Seite 833] τό, Wohnort, Wohnung, D. Hal. 1, 37 u. a. Sp., wie App. B. Civ. 2, 143. – Vergnügungsort, Poll. 1, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδιαίτημα: τό, μέρος πρὸς κατοικίαν, οἰκητήριον, Διον. Ἁλ. 1. 37, Πλούτ. 2. 698Β.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lieu où l’on vit, demeure.
Étymologie: ἐνδιαιτάομαι.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 morada, lugar de residencia de pers. o anim., esp. ref. territorios o espacios abiertos ἐ. δ' ἀνθρώποις ἄχαρι D.H.1.37, τὰ θηρόβοτα Νομάδων ἐνδιαιτήματα Phalar.Ep.34, Πιερία φίλον ὑμῖν ἐ. Aristid.Or.43.6, Μουσῶν ἐ. del Helicón, Hermesian.Hist.2, del mundo para Dios θεοῦ γὰρ οὐδὲ ὁ σύμπας κόσμος ἄξιον ἂν εἴη ... ἐ. Ph.1.52, τοῖς πτηνοῖς ὁ ἀὴρ ἐ. οἰκεῖον para las aves el aire es su medio natural Ph.1.506, τὰ ἐνδιαιτήματα τῶν ἁγίων del reino de los cielos, Thdr.Heracl.Mt.26, ref. edificios o espacios cerrados, Agath.3.23.3, en un hormiguero, Plu.2.968b
•fig. morada, sede esp. ref. el alma o partes del cuerpo πονηρῶν δαιμόνων ἐ. τὴν ψυχὴν κατασκευάσας Porph.Marc.11, cf. Cyr.Al.Luc.1.60.2, τοῖς περὶ Θεοῦ λόγοις ... ἐ. διδοὺς τὴν καρδίαν Cyr.Al.M.68.920B, νοῦ γὰρ ἐ. κεφαλή la cabeza es la sede del pensamiento Cyr.Al.M.68.993A.
2 régimen, dieta συντρόφοις ἐνδιαιτήμασι τὰς ὀδύνας κοιμήσαντες Bas.Sel.Or.M.85.333A.
Greek Monolingual
το (Α ἐνδιαίτημα)
κατοικία, τόπος διαμονής
νεοελλ.
«τα ενδιαιτήματα» — τα διαμερίσματα του πλοίου που προορίζονται για τους βαθμοφόρους.