ἐκφυής: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(big3_14b) |
(11) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desarrollado]] γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos</i> Procl.<i>Hyp</i>.3.16.<br /><b class="num">2</b> [[desarrollado de forma anormal]] ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[naturalmente]], [[de natural]] πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales</i> App.<i>Ill</i>.25. | |dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desarrollado]] γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos</i> Procl.<i>Hyp</i>.3.16.<br /><b class="num">2</b> [[desarrollado de forma anormal]] ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[naturalmente]], [[de natural]] πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales</i> App.<i>Ill</i>.25. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐκφυής]], -ές (Α)<br />Ι. 1. αυτός που προεξέχει<br /><b>2.</b> ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος<br /><b>3.</b> [[θαυμαστός]], [[υπέροχος]], [[διαπρεπής]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[εκφυώς]]<br />[[έξοχα]], θαυμαστά, υπέροχα. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A abnormally developed, τοῖς ὀδοῦσιν ἢ τοῖς ὀφθαλμοῖς Vett. Val.110.15; projecting, Procl.Hyp.3.16. II eminent, extraordinary. Adv. -ῶς App.Ill.25.
German (Pape)
[Seite 786] ές, übernatürlich, außerordentlich, zw. – Adv., App. Illyr. 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφυής: -ές, ἐξέχων, Πρόκλ. Ὑποτυπ. σ. 15. 19. ΙΙ. ὑπέροχος, διαπρεπής. - Ἐπίρρ. -ῶς, ἐξόχως, Ἀππ. Ἰλλυρ. 25.
Spanish (DGE)
-ές
I 1desarrollado γεγονέτω τρίγωνα ὀρθογώνια ἐκφυῆ créense triángulos rectángulos completos Procl.Hyp.3.16.
2 desarrollado de forma anormal ἐκφυεῖς τοῖς ὀδοῦσιν Vett.Val.105.1.
II adv. -ῶς naturalmente, de natural πόλιν ... ὠχύρου ... οὖσαν ἐ. ὀχυρωτάτην fortificó la ciudad que ya tenía excelentes defensas naturales App.Ill.25.
Greek Monolingual
ἐκφυής, -ές (Α)
Ι. 1. αυτός που προεξέχει
2. ο υπερβολικά και αφύσικα ανεπτυγμένος
3. θαυμαστός, υπέροχος, διαπρεπής
II. επίρρ. εκφυώς
έξοχα, θαυμαστά, υπέροχα.