ψεῦμα: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(6_21) |
(47c) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψεῦμα''': τό, [[ἐνίοτε]] εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ [[ψεῦσμα]]. ΙΙ. = [[ψύδραξ]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 9. 30. | |lstext='''ψεῦμα''': τό, [[ἐνίοτε]] εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ [[ψεῦσμα]]. ΙΙ. = [[ψύδραξ]], Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 9. 30. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εύματος, τὸ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[ψέμα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:29, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1396] τό, 1) = ψεῦσμα (?). – 2) = ψυδράκιον, ein Hitzblätterchen auf der Nase oder auf der Zunge, das mansprichwörtlich für eine Bestrafung einer Lüge hält, Schol. Theocr. 9, 30. 12, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ψεῦμα: τό, ἐνίοτε εὕρηται ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις ἀντὶ ψεῦσμα. ΙΙ. = ψύδραξ, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 9. 30.
Greek Monolingual
-εύματος, τὸ, ΜΑ
βλ. ψέμα.