ψυδράκιον

From LSJ

Μία χελιδὼν ἔαρ οὐ ποιεῖ → One swallow does not a summer make

Aristotle, Nicomachean Ethics, 1098a18
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψυδράκιον Medium diacritics: ψυδράκιον Low diacritics: ψυδράκιον Capitals: ΨΥΔΡΑΚΙΟΝ
Transliteration A: psydrákion Transliteration B: psydrakion Transliteration C: psydrakion Beta Code: yudra/kion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, pimple, τὰ ἐν κεφαλῇ Dsc.5.109, cf. Damocr. ap.Gal.13.945; on the eyelid, stye, Cyran.35; on the nose, said to be caused by telling a lie, Sch.Theoc.12.24; cf. ψεῦσμα ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1402] τό, dim. von ψύδραξ, w. m. s.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ ψύδραξ, -ακος]
λευκή φυσαλλίδα στη μύτη, η οποία, σύμφωνα με την παράδοση, σχηματιζόταν όταν κάποιος έλεγε ψέματα
αρχ.
1. φλύκταινα στο σώμα
2. χαλάζιο, κριθαράκι του ματιού.