ψευδάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
ὤδινεν ὄρος, Ζεὺς δ' ἐφοβεῖτο, τὸ δ' ἔτεκεν μῦν → the mountain was in labor — even Zeus was afraid — but gave birth to a mouse
(6_14) |
(47c) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ψευδάργῠρος''': ὁ, [[ψευδὴς]] ἄργυρος, πιθανῶς ὁ καὶ νῦν καλούμενος οὕτω, κοινῶς δὲ «τσίγκος», Στράβ. 610. | |lstext='''ψευδάργῠρος''': ὁ, [[ψευδὴς]] ἄργυρος, πιθανῶς ὁ καὶ νῦν καλούμενος οὕτω, κοινῶς δὲ «τσίγκος», Στράβ. 610. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[είδος]] μετάλλου με μέτρια [[σκληρότητα]] και [[αντοχή]], που επιδέχεται καλή [[στίλβωση]], κν. γνωστό [[σήμερα]] ως [[τσίγκος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>χημ.</b> μεταλλικό χημικό [[στοιχείο]] με [[σύμβολο]] Zn, ατομικό αριθμό 30 και ατομικό [[βάρος]] 65,38, [[μεγάλης]] οικονομικής, τεχνολογικής και βιολογικής σημασίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A false silver, i. e. perh.zinc, Str.13.1.56.
German (Pape)
[Seite 1393] ὁ, falsches, unächtes Silber, bei Strab. XIII p. 610 das Zink.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάργῠρος: ὁ, ψευδὴς ἄργυρος, πιθανῶς ὁ καὶ νῦν καλούμενος οὕτω, κοινῶς δὲ «τσίγκος», Στράβ. 610.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
είδος μετάλλου με μέτρια σκληρότητα και αντοχή, που επιδέχεται καλή στίλβωση, κν. γνωστό σήμερα ως τσίγκος
νεοελλ.
χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn, ατομικό αριθμό 30 και ατομικό βάρος 65,38, μεγάλης οικονομικής, τεχνολογικής και βιολογικής σημασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ἄργυρος].