ὠρυκτής: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
(6_6)
(47c)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὠρυκτής''': Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.
|lstext='''ὠρυκτής''': Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.
}}
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Α<br />[[σκαφέας]], [[σκαφτιάς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠρύομαι]], με ουρανική [[παρέκταση]] -<i>κ</i>-].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠρυκτής Medium diacritics: ὠρυκτής Low diacritics: ωρυκτής Capitals: ΩΡΥΚΤΗΣ
Transliteration A: ōryktḗs Transliteration B: ōryktēs Transliteration C: oryktis Beta Code: w)rukth/s

English (LSJ)

οῦ, Dor. -τάς, ὁ,

   A howling, λύκος ὠ. Hymn.Is.47.

Greek (Liddell-Scott)

ὠρυκτής: Δωρ. -τάς, ὁ, ὁ σκάπτων, σκαρφεύς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 47.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ὠρυκτάς, ὁ, Α
σκαφέας, σκαφτιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι, με ουρανική παρέκταση -κ-].