ἐνοικήσιμος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(big3_15)
(12)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[habitable]] Sch.S.<i>OC</i> 27P.
|dgtxt=-ον [[habitable]] Sch.S.<i>OC</i> 27P.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐνοικήσιμος]], -ον (Α) [[ενοικώ]]<br />ο [[κατάλληλος]] για [[κατοικία]], [[κατοικήσιμος]].
}}
}}

Revision as of 06:30, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνοικήσιμος Medium diacritics: ἐνοικήσιμος Low diacritics: ενοικήσιμος Capitals: ΕΝΟΙΚΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: enoikḗsimos Transliteration B: enoikēsimos Transliteration C: enoikisimos Beta Code: e)noikh/simos

English (LSJ)

ον,

   A habitable, Sch.S.OC27.

German (Pape)

[Seite 849] bewohnbar, Schol. Soph. O. C. 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνοικήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ κατοικήσῃ, κατάλληλος πρὸς κατοικίαν, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 27.

Spanish (DGE)

-ον habitable Sch.S.OC 27P.

Greek Monolingual

ἐνοικήσιμος, -ον (Α) ενοικώ
ο κατάλληλος για κατοικία, κατοικήσιμος.