ἐπιάλλομαι: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιάλλομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ [[ἐφάλλομαι]], οὗ ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ. | |lstext='''ἐπιάλλομαι''': Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ [[ἐφάλλομαι]], οὗ ὁ [[Ὅμηρος]] ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιάλλομαι]] (Α)<br />επικ. τ. του [[ἐφάλλομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. for ἐφάλλομαι, aor. 2 part.
A ἐπιάλμενος Il.7.15, Od.24.320.
German (Pape)
[Seite 927] nur ἐπιάλμενος, als aor. II. zu ἐφάλλομαι (w. m. s.), Il. 7, 15 Od. 24, 320.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιάλλομαι: Ἐπικ. ἀντὶ τοῦ ἐφάλλομαι, οὗ ὁ Ὅμηρος ἔχει μετοχ. ἀορ. β´ συγκεκομμένης ἐπιάλμενος, ἀντὶ ἐφαλόμενος, ἵππων ἐπιάλμενον ὠκειάων Ἰλ. Η. 15, Ὀδ. Ω. 320, Ησύχ.
Greek Monolingual
ἐπιάλλομαι (Α)
επικ. τ. του ἐφάλλομαι.