ἐκδίκημα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(big3_13)
(10)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[injusticia]] τὰ ἐκδικήματα τοῦ Δεκεβάλου Sud.ε 1864.
|dgtxt=-ματος, τό [[injusticia]] τὰ ἐκδικήματα τοῦ Δεκεβάλου Sud.ε 1864.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐκδίκημα]], το (AM)<br />[[εκδίκηση]], [[τιμωρία]].
}}
}}

Latest revision as of 06:32, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 757] τό, die Bestrafung, Dion. Hal. 5, 50.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκδίκημα: τό, ἐκδίκησις, διάφ. γραφ. ἀντὶ ἀδίκ-, Διον. Ἁλ. 5. 50.

Spanish (DGE)

-ματος, τό injusticia τὰ ἐκδικήματα τοῦ Δεκεβάλου Sud.ε 1864.

Greek Monolingual

ἐκδίκημα, το (AM)
εκδίκηση, τιμωρία.