εὐγένειος: Difference between revisions
Θορύβους ὀχλώδεις φεῦγε καὶ παροινίας → Vulgi tumultus longe fuge et insaniam → Der Massen Auflauf meide und die Trunkenheit
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la barbe touffue, barbu;<br /><b>2</b> à la belle crinière.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γένειον]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> à la barbe touffue, barbu;<br /><b>2</b> à la belle crinière.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[γένειον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐγένειος]], -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[λιοντάρι]]) αυτός που έχει ωραία [[χαίτη]] («[[λέων]]... ἠϋγένειος», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[γένειον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. ἠϋγέν-, ον, (γένειον) of a lion,
A well-maned, λέων . . ἠϋγένειος Od.4.456; λίς Il.15.275; of Pan, well-bearded, h.Hom.19.39; of men, Pl.Euthphr.2b, Luc.Icar.10.
German (Pape)
[Seite 1059] mit starkem Barte, Plat. Euthyphr. 2 b; Luc. Iup. Trag. 26. S. ήϋγ.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγένειος: Ἐπικ. ἠϋγένειος, ον, (γένειον) ἐπὶ λέοντος, ὁ ἔχων καλὸν γένειον ἢ ὡραίαν χαίτην, λέων... ἠϋγένειος Ὀδ. Δ. 456· λὶς Ἰλ. Ο. 275, Ρ. 109, κλ.· ἐπὶ τοῦ Πανός, ἔχων καλὸν γένειον, Ὁμ. Ὕμν. 18. 39· ἐπὶ ἀνδρῶν, Πλάτ. Εὐθύφρων 2Β, Λουκ. Ἰκαρ. 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 à la barbe touffue, barbu;
2 à la belle crinière.
Étymologie: εὖ, γένειον.
Greek Monolingual
εὐγένειος, -ον και επικ. τ. ἠϋγένειος, -ον (Α)
1. (για λιοντάρι) αυτός που έχει ωραία χαίτη («λέων... ἠϋγένειος», Ομ. Οδ.)
2. (για άνδρες και για τον θεό Πάνα) αυτός που έχει ωραία γένια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + γένειον.