εὐῆλιξ: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(6_12) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον. | |lstext='''εὐῆλιξ''': ῐκος, ὁ, ἡ, ([[ἡλικία]]) ἔχων καλὸν [[ἀνάστημα]], Πολέμων 181, Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ [[τύπος]] εὐήλικος [[μετὰ]] τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐῆλιξ]], ὁ, ἡ (ΑΜ)<br />αυτός που έχει [[ωραίο]] [[παράστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ήλιξ]] «της ίδιας ηλικίας»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία)
A of good stature, Polem.Phgn.5; Στάτιος (στάτης cod.) ὁ εὐῆλιξ εἴρηται Lyd.Mag.1.23.
German (Pape)
[Seite 1067] ικος, von guten Jahren, gutem Wuchs, Schol. Theocr. 1, 44; Tzetz.
Greek (Liddell-Scott)
εὐῆλιξ: ῐκος, ὁ, ἡ, (ἡλικία) ἔχων καλὸν ἀνάστημα, Πολέμων 181, Ἀνδρ. Κρήτ. 1304C, Τζέτζ Μεθ’ Ὅμ. 126. 478, 227, πρβλ. Λοβεκ. Παρ. 289. - Ὁ τύπος εὐήλικος μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Achmes Ὀνειροκρ. σ. 11, εὐνοῦχον εὐειδῆ, εὐήλικον.
Greek Monolingual
εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραίο παράστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «της ίδιας ηλικίας»].