εὐκινησία: Difference between revisions

From LSJ

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
(6_9)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκῑνησία''': ἡ, [[εὐκολία]] κινήσεως, [[εὐκινησία]], Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως [[εὐκινησία]] τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.
|lstext='''εὐκῑνησία''': ἡ, [[εὐκολία]] κινήσεως, [[εὐκινησία]], Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως [[εὐκινησία]] τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[εὐκινησία]]) [[ευκίνητος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του ευκινήτου, η [[ευκολία]] στην [[κίνηση]] («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[ευστροφία]] της διάνοιας, της σκέψης.
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκῑνησία Medium diacritics: εὐκινησία Low diacritics: ευκινησία Capitals: ΕΥΚΙΝΗΣΙΑ
Transliteration A: eukinēsía Transliteration B: eukinēsia Transliteration C: efkinisia Beta Code: eu)kinhsi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A ease of motion, mobility, Antyll. ap. Stob.4.37.16; μελῶν Herod.Med. ap. Orib.5.27.20; τροχιλιῶν Orib.49.4.34; πυρός Simp.in Cael.662.20; βάσεως Artemo 12; mobility of troops, Plb.8.26.3, D.S.3.49 (pl.): generally, Dam.Pr.287.    2 mobility of mind, τῆς ψυχῆς αἱ εὐ. Epicur.Ep.1p.20U., cf. Phld.Ir.p.72 W., Ath.Mech. 32.1.

German (Pape)

[Seite 1074] ἡ, Leichtigkeit der Bewegung, Beweglichkeit, Behendigkeit, τῆς βάσεως Artemon. Ath. XIV, 637 e; Pol. 8, 28. Auch auf den Geist übertr., Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκῑνησία: ἡ, εὐκολία κινήσεως, εὐκινησία, Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 3, Πολύβ. 8. 28, 3· ἡ τῆς βάσεως εὐκινησία τῷ ποδὶ ψαυομένη Ἀρτέμων παρ’ Ἀθην. 637Α: ἐν τῷ πληθ., Διόδ. 3. 49. 2) ἐπὶ παθ. σημασ., Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 63.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐκινησία) ευκίνητος
1. η ιδιότητα του ευκινήτου, η ευκολία στην κίνηση («τῶν πεζῶν τοὺς διαφέροντας εὐκινησίᾳ καὶ τόλμῃ», Διόδ.)
2. η ευστροφία της διάνοιας, της σκέψης.