ζυγοκέφαλον: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(6_21) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγοκέφαλον''': τό, [[φόρος]] [[ἀναλόγως]] πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀροτριώντων ζευγῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 9, Νεαρ. Ἰουστιν. | |lstext='''ζῠγοκέφαλον''': τό, [[φόρος]] [[ἀναλόγως]] πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀροτριώντων ζευγῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 9, Νεαρ. Ἰουστιν. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγοκέφαλον]], το (Α)<br />[[έγγειος]] [[φόρος]] που δινόταν σε [[χρήμα]] ή [[είδος]] ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κεφαλον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:35, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A tax on land at so much a jugum, CIG2712.5 (Mylasa, v A.D.), Just.Nov.17.8.
German (Pape)
[Seite 1141] τό, Joch, Inscr. 2712.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοκέφαλον: τό, φόρος ἀναλόγως πρὸς τὸν ἀριθμὸν τῶν ἀροτριώντων ζευγῶν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2712. 9, Νεαρ. Ἰουστιν.
Greek Monolingual
ζυγοκέφαλον, το (Α)
έγγειος φόρος που δινόταν σε χρήμα ή είδος ανάλογα με τον αριθμό τών αροτριώντων ζευγών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγόν + -κεφαλον (< κεφαλή)].