ἡμίπους: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(6_20)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίπους''': ποδος, ὁ, [[ἥμισυς]] [[πούς]], Ἀπολλόδ. Πολ. 34.
|lstext='''ἡμίπους''': ποδος, ὁ, [[ἥμισυς]] [[πούς]], Ἀπολλόδ. Πολ. 34.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπους]], -[[οδός]], ὁ (Α)<br />μισό [[πόδι]], ημιπόδιο.
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίπους Medium diacritics: ἡμίπους Low diacritics: ημίπους Capitals: ΗΜΙΠΟΥΣ
Transliteration A: hēmípous Transliteration B: hēmipous Transliteration C: imipous Beta Code: h(mi/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ,

   A half-foot, Apollod.Poliorc.178.3.

German (Pape)

[Seite 1169] οδος, ὁ, = ἡμιπόδιον, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίπους: ποδος, ὁ, ἥμισυς πούς, Ἀπολλόδ. Πολ. 34.

Greek Monolingual

ἡμίπους, -οδός, ὁ (Α)
μισό πόδι, ημιπόδιο.