ἵκτης: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
(6_19)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἵκτης''': -ου, ὁ, = [[ἱκέτης]], [[πτωχός]], κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 ([[ἄχλαινος]], [[ἵκτης]], κτλ.)· [[ἴσως]] λοιπὸν [[ἀναγνωστέον]] ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, [[αὐτόθι]] 1162.
|lstext='''ἵκτης''': -ου, ὁ, = [[ἱκέτης]], [[πτωχός]], κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 ([[ἄχλαινος]], [[ἵκτης]], κτλ.)· [[ἴσως]] λοιπὸν [[ἀναγνωστέον]] ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, [[αὐτόθι]] 1162.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἵκτης]], ὁ (ΑΜ)<br />ο [[ικέτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[ἱκέτης]].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἵκτης Medium diacritics: ἵκτης Low diacritics: ίκτης Capitals: ΙΚΤΗΣ
Transliteration A: híktēs Transliteration B: hiktēs Transliteration C: iktis Beta Code: i(/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,= ἱκέτης, Lyc.763, Hsch., Theognost. Can.15.

German (Pape)

[Seite 1250] ὁ, der Schutzflehende, Hesych. Bei Schol. Od. 17, 352 ἴκτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἵκτης: -ου, ὁ, = ἱκέτης, πτωχός, κτλ., Ἡσύχ., Θεογνώστου Καν. σ. 15. 33· εὕρηται δὲ καὶ ἐν Λυκόφρ. 763 (ἄχλαινος, ἵκτης, κτλ.)· ἴσως λοιπὸν ἀναγνωστέον ἵκτιδες ἀντὶ ἱκέτιδες, αὐτόθι 1162.

Greek Monolingual

ἵκτης, ὁ (ΑΜ)
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ἱκέτης.