ἰλλός: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]]. | |btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br />louche (<i>propr.</i> qui tourne les yeux).<br />'''Étymologie:''' [[ἴλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰλλός]], ὁ (Α)<br />ο [[αλλήθωρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴλλω]] «[[στρέφω]], [[γυρίζω]]» — μαρτυρείται και θηλ. [[ἰλλίς]] σε [[γλώσσα]] του <b>Ησύχ.</b> [[ἰλλίς]]<br /><i>στρεβλή</i>, <i>διεστραμμένη</i>. Η λ. [[ἰλλός]] έχει συγκριτικό βαθμό <i>ἰλλότερος</i>, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: <i>Ἰλλεύς</i>, <i>Fίλλων</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ιλλαίνω]], [[ιλλίζω]], [[ιλλώδης]], [[ιλλώπτω]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (ἴλλω)
A squinting (acc. to Moer., Att. for στραβός) , ἰ. γεγενῆσθαι to get a squint, Ar.Th.846: Comp. ἰλλότερος Sophr.158, cf. Gal.17(1).680.
German (Pape)
[Seite 1251] ὁ, der die Augen verdreht, schielt; ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν Ar. Thesm. 846, wie wir sagen "ich habe mich fast blind gesehen"; nach Moeris att. für das hellenistische στραβός. Schol. Ar. führt aus Sophron auch ἰλλότερος an.
Greek (Liddell-Scott)
ἰλλός: ὁ, (ἴλλω) ἀλλοίθωρος (κατὰ τὸν Μοῖρ. «ἰλλόν, Ἀττικῶς. στραβόν, Ἑλληνικῶς), ἰλλὸς γεγένημαι προσδοκῶν, «ἀπὸ τὸ κύττα, κύττα νὰ τὸν περιμένω στράβωσαν τὰ «μάτια μου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 846. - Συγκρ. ἰλλότερος, ἰλλοτέρα τᾶν κορωνᾶν Σώφρων παρὰ τῷ Σχολιαστῇ εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 846.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
louche (propr. qui tourne les yeux).
Étymologie: ἴλλω.
Greek Monolingual
ἰλλός, ὁ (Α)
ο αλλήθωρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴλλω «στρέφω, γυρίζω» — μαρτυρείται και θηλ. ἰλλίς σε γλώσσα του Ησύχ. ἰλλίς
στρεβλή, διεστραμμένη. Η λ. ἰλλός έχει συγκριτικό βαθμό ἰλλότερος, ενώ από αυτήν σχηματίστηκαν κύρια ον.: Ἰλλεύς, Fίλλων.
ΠΑΡ. αρχ. ιλλαίνω, ιλλίζω, ιλλώδης, ιλλώπτω].