θερμαντήριος: Difference between revisions
From LSJ
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
(6_4) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θερμαντήριος''': -α, -ον, προξενῶν θερμότητα, φάρμακα Ἱππ. 416. 5. ΙΙ. [[χαλκίον]] θερμαντήριον = [[θερμαντήρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 161, 2139 οὕτω, θερμαντήριον μόνον, Γαλην. | |lstext='''θερμαντήριος''': -α, -ον, προξενῶν θερμότητα, φάρμακα Ἱππ. 416. 5. ΙΙ. [[χαλκίον]] θερμαντήριον = [[θερμαντήρ]], Συλλ. Ἐπιγρ. 161, 2139 οὕτω, θερμαντήριον μόνον, Γαλην. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θερμαντήριος]], -ία, -ον (Α) [[θερμαντήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που προκαλεί [[θερμότητα]] («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[χαλκίον]] [[θερμαντήριον]]» — [[θερμαντήρας]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A promoting warmth, φάρμακα Hp.Loc.Hom.17. II χαλκίον θ.,= θερμαντήρ, IG4.39 (Aegina), 22.1416, Gal.13.663.
German (Pape)
[Seite 1201] zum Erwärmen geschickt, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θερμαντήριος: -α, -ον, προξενῶν θερμότητα, φάρμακα Ἱππ. 416. 5. ΙΙ. χαλκίον θερμαντήριον = θερμαντήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161, 2139 οὕτω, θερμαντήριον μόνον, Γαλην.
Greek Monolingual
θερμαντήριος, -ία, -ον (Α) θερμαντήρ
1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» — θερμαντήρας.