θέριστρον: Difference between revisions

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
(6_21)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θέριστρον''': τό, = τῷ προηγ., Ἀλκαῖος 4, Ἀνθ. Π. 6. 254, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 65, ΛΗ΄, 14) Φίλων 1. 666.
|lstext='''θέριστρον''': τό, = τῷ προηγ., Ἀλκαῖος 4, Ἀνθ. Π. 6. 254, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 65, ΛΗ΄, 14) Φίλων 1. 666.
}}
{{grml
|mltxt=[[θέριστρον]], το (Α)<br /><b>1.</b> το [[θερίστριον]]<br /><b>2.</b> [[δρεπάνι]], [[θεριστήρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερίζω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άρο</i>-<i>τρον</i>, <i>ζύγασ</i>-<i>τρον</i>)].
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θέριστρον Medium diacritics: θέριστρον Low diacritics: θέριστρον Capitals: ΘΕΡΙΣΤΡΟΝ
Transliteration A: théristron Transliteration B: theristron Transliteration C: theristron Beta Code: qe/ristron

English (LSJ)

τό,= foreg., LXXGe.24.65, al., PPetr.1p.37 (iii B.C.), AP6.254 (Myrin.), Ph.1.666.    II sickle, LXX 1 Ki.13.20(v.l.).

German (Pape)

[Seite 1201] τό, das Sommerkleid, ein leichtes, schleierartiges Kopftuch, Theocr. 15, 69, vgl. Myrin. 2 (VI, 254) τἀκ κόκκου βαφθέντα καὶ ὑσγίνοιο θέριστρα; Eubul. bei Schol. Il. 16, 234 u. Sp. – Bei LXX. = θεριστήριον.

Greek (Liddell-Scott)

θέριστρον: τό, = τῷ προηγ., Ἀλκαῖος 4, Ἀνθ. Π. 6. 254, Ἑβδ. (Γέν. ΚΔ΄, 65, ΛΗ΄, 14) Φίλων 1. 666.

Greek Monolingual

θέριστρον, το (Α)
1. το θερίστριον
2. δρεπάνι, θεριστήρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερίζω + επίθημα -τρον (πρβλ. άρο-τρον, ζύγασ-τρον)].