καινισμός: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(6_14)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινισμός''': ὁ, [[νεωτερισμός]], Θεόφιλος Ἀντικ. 2. 14, σ. 358, Reitz.
|lstext='''καινισμός''': ὁ, [[νεωτερισμός]], Θεόφιλος Ἀντικ. 2. 14, σ. 358, Reitz.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινισμός]], ὁ (AM) [[καινίζω]]<br /><b>1.</b> [[ανακαίνιση]], [[ανανέωση]]<br /><b>2.</b> [[νεωτερισμός]], [[καινοτομία]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινισμός Medium diacritics: καινισμός Low diacritics: καινισμός Capitals: ΚΑΙΝΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainismós Transliteration B: kainismos Transliteration C: kainismos Beta Code: kainismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A renewal, PLond. 2.354.16 (ii B. C.).    2 innovation, Vett.Val.192.15, Just.Nov.20.4, 11.8.6.

German (Pape)

[Seite 1294] ὁ, die Neuerung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καινισμός: ὁ, νεωτερισμός, Θεόφιλος Ἀντικ. 2. 14, σ. 358, Reitz.

Greek Monolingual

καινισμός, ὁ (AM) καινίζω
1. ανακαίνιση, ανανέωση
2. νεωτερισμός, καινοτομία.