ἰσόπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
(6_15) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσόπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β. | |lstext='''ἰσόπτωτος''': -ον, ([[πτῶσις]]) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσόπτωτος]], -ον (Α)<br />(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, [[ισοσύλλαβος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>πτωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτώσις]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ετερό</i>-<i>πτωτος</i>, <i>μονό</i>-<i>πτωτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (πτῶσις)
A with like cases, A.D.Pron.90.6.
German (Pape)
[Seite 1266] gleichlautende Casus habend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπτωτος: -ον, (πτῶσις) ἔχων ἴσας πτώσεις, Ἀπολλών. π. Ἀντων. 375Β.
Greek Monolingual
ἰσόπτωτος, -ον (Α)
(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό-πτωτος, μονό-πτωτος].