κακοπρόσωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(Bailly1_3)
(18)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />laid de visage, difforme.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[πρόσωπον]].
|btext=ος, ον :<br />laid de visage, difforme.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[πρόσωπον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει άσχημο [[πρόσωπο]], [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη [[πρόσοψη]].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοπρόσωπος Medium diacritics: κακοπρόσωπος Low diacritics: κακοπρόσωπος Capitals: ΚΑΚΟΠΡΟΣΩΠΟΣ
Transliteration A: kakoprósōpos Transliteration B: kakoprosōpos Transliteration C: kakoprosopos Beta Code: kakopro/swpos

English (LSJ)

ον,

   A ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.

German (Pape)

[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.