κακοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />laid de visage, difforme.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[πρόσωπον]]. | |btext=ος, ον :<br />laid de visage, difforme.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[πρόσωπον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[κακοπρόσωπος]], -ον)<br />αυτός που έχει άσχημο [[πρόσωπο]], [[άσχημος]], [[δύσμορφος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη [[πρόσοψη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A ugly-faced, Posidipp.43, Plu.2.1058a; τὸ κακοπρόσωπον Xenocr. ap. Stob.4.40.24.
German (Pape)
[Seite 1302] mit häßlichem Angesicht, Posidipp. in B. A. 104, 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
laid de visage, difforme.
Étymologie: κακός, πρόσωπον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κακοπρόσωπος, -ον)
αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο, άσχημος, δύσμορφος
νεοελλ.
(για κτήρια) αυτός που έχει άσχημη πρόσοψη.