καλιός: Difference between revisions
From LSJ
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
(6_14) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰλῑός''': ὁ, [[καλύβη]], [[οἰκίσκος]], Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «[[οἰκίσκος]] [[ὀρνίθειος]]» [[Πολυδ]]. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) [[δεσμωτήριον]], Ἡσύχ. | |lstext='''κᾰλῑός''': ὁ, [[καλύβη]], [[οἰκίσκος]], Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «[[οἰκίσκος]] [[ὀρνίθειος]]» [[Πολυδ]]. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) [[δεσμωτήριον]], Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλιός]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[καλύβα]], [[σπιτάκι]]<br /><b>2.</b> (για κότες) [[κλουβί]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[δεσμωτήριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άλλος τ. του [[καλιά]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:37, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A cabin, hovel, Epich.39. 2 fowl-coop, Cratin.72. 3 prison, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1308] ὁ, Hütte, nach VLL. τὰ εὐτελῆ οἰκήματα; Gefängniß, Cratin. bei Poll. 10, 160 εἰς τὸν καλιόν, εἰ τύχοι, καθείργνυται.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰλῑός: ὁ, καλύβη, οἰκίσκος, Ἐπίχ. 21 Ahr. 2) κλωβὸς ὀρνίθων, «οἰκίσκος ὀρνίθειος» Πολυδ. Ι΄, 160 (Κρατῖνος ἐν «Θράττ.» 4.) 3) δεσμωτήριον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καλιός, ὁ (Α)
1. καλύβα, σπιτάκι
2. (για κότες) κλουβί
3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του καλιά].