3,242,424
edits
(6_4) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καστόριος''': -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. [[καστορίδες]] Ι. | |lstext='''καστόριος''': -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. [[καστορίδες]] Ι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (Α [[καστόριος]], -ία, -ον και [[καστόρειος]], -ειον) [[κάστωρ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[δέρμα]] ή από [[τρίχες]] κάστορα, [[καστόρινος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καστόριο</i> [[καστόρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ [[καστόριαι]] (ενν. <i>κύνες</i>)<br />(στον <b>Ξεν.</b>) [[αντί]] [[καστορίδες]]. | |||
}} | }} |