καστόριος: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καστόριος''': -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. [[καστορίδες]] Ι.
|lstext='''καστόριος''': -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. [[καστορίδες]] Ι.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[καστόριος]], -ία, -ον και [[καστόρειος]], -ειον) [[κάστωρ]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> κατασκευασμένος από [[δέρμα]] ή από [[τρίχες]] κάστορα, [[καστόρινος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το καστόριο</i> [[καστόρι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>αἱ [[καστόριαι]] (ενν. <i>κύνες</i>)<br />(στον <b>Ξεν.</b>) [[αντί]] [[καστορίδες]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καστόριος Medium diacritics: καστόριος Low diacritics: καστόριος Capitals: ΚΑΣΤΟΡΙΟΣ
Transliteration A: kastórios Transliteration B: kastorios Transliteration C: kastorios Beta Code: kasto/rios

English (LSJ)

   A v. καστόρειος, καστορίδες.

German (Pape)

[Seite 1333] vom Biber kommend, ihn betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καστόριος: -α, -ον, (κάστωρ) ἀνήκων εἰς τὸν κάστορα, ἐκ τοῦ κάστορος, Ἡσύχ.· καστ. ἱμάτια, ἐκ δέρματος κάστορος, Λατ. castorinae ἢ -eae vestes, Ἐκκλ. ΙΙ. πρβλ. καστορίδες Ι.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α καστόριος, -ία, -ον και καστόρειος, -ειον) κάστωρ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κάστορα
νεοελλ.
1. κατασκευασμένος από δέρμα ή από τρίχες κάστορα, καστόρινος
2. το ουδ. ως ουσ. το καστόριο καστόρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως ουσ.) αἱ καστόριαι (ενν. κύνες)
(στον Ξεν.) αντί καστορίδες.