κασωτός: Difference between revisions
From LSJ
Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang
(7) |
(19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=kaswto/s | |Beta Code=kaswto/s | ||
|Definition=ή, όν, (κασῆς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">thick</b>, <b class="b3">ἐσθῆτες</b>, opp. <b class="b3">στρεπταί</b>, <span class="bibl">Diog.Oen.10</span>.</span> | |Definition=ή, όν, (κασῆς) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">thick</b>, <b class="b3">ἐσθῆτες</b>, opp. <b class="b3">στρεπταί</b>, <span class="bibl">Diog.Oen.10</span>.</span> | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κασωτός]], -ή, -όν (Α)<br />(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, [[πυκνοϋφασμένος]], που έχει κατασκευαστεί σαν [[πίλημα]], δηλ. από πεπιεσμένο [[μαλλί]] ή [[τρίχες]], [[κασάς]], [[κετσές]]<br />(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάσσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καστρ</i>-[[ωτός]], <i>ραβδ</i>-[[ωτός]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, (κασῆς)
A thick, ἐσθῆτες, opp. στρεπταί, Diog.Oen.10.
Greek Monolingual
κασωτός, -ή, -όν (Α)
(για φορέματα) χοντροφτιαγμένος, πυκνοϋφασμένος, που έχει κατασκευαστεί σαν πίλημα, δηλ. από πεπιεσμένο μαλλί ή τρίχες, κασάς, κετσές
(«κασωταὶ ἐσθῆτες», Διογ. Οιν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάσσος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. καστρ-ωτός, ραβδ-ωτός)].