καρπιστεία: Difference between revisions

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
(b)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρπιστεία]] και καρπιστία, ἡ (Α) [[καρπίζω]] (II)]<br />η [[κράτηση]] αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος [[μέχρι]] να λυθεί δικαστικώς η [[αμφισβήτηση]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.

Greek Monolingual

καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.