καρπιστεία: Difference between revisions
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
(b) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1328.png Seite 1328]] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπιστεία]] και καρπιστία, ἡ (Α) [[καρπίζω]] (II)]<br />η [[κράτηση]] αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος [[μέχρι]] να λυθεί δικαστικώς η [[αμφισβήτηση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.
Greek Monolingual
καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.