καρπιστεία

From LSJ

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπιστεία Medium diacritics: καρπιστεία Low diacritics: καρπιστεία Capitals: ΚΑΡΠΙΣΤΕΙΑ
Transliteration A: karpisteía Transliteration B: karpisteia Transliteration C: karpisteia Beta Code: karpistei/a

English (LSJ)

ἡ, = Latin vindiciae, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1328] ἡ, emancipatio. S. das Vorige 2.

Greek Monolingual

καρπιστεία και καρπιστία, ἡ (Α) καρπίζω (II)]
η κράτηση αμφισβητούμενου πράγματος ή σώματος μέχρι να λυθεί δικαστικώς η αμφισβήτηση.