κάρσιος: Difference between revisions

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[ἐγκάρσιος]], ἐπικάρσιος.
|lstext='''κάρσιος''': -α, -ον, [[πλάγιος]], Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις [[ἐγκάρσιος]], ἐπικάρσιος.
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρσιος]], -ία, -ον (Α)<br />[[πλάγιος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καρσίως</i> (Α)<br />πλαγίως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υστερογενής τ. που προέρχεται από [[επικάρσιος]], κατ' [[απόσπαση]]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρσιος Medium diacritics: κάρσιος Low diacritics: κάρσιος Capitals: ΚΑΡΣΙΟΣ
Transliteration A: kársios Transliteration B: karsios Transliteration C: karsios Beta Code: ka/rsios

English (LSJ)

α, ον,

   A crosswise, Hsch. Adv. -ίως Suid.; cf. ἐγκάρσιος.

German (Pape)

[Seite 1329] schräg, schief, πλάγιος, Hesych.; im Gebrauch scheinen nur die compp. ἐγκάρσιος u. ἐπικάρσιος gewesen zu sein.

Greek (Liddell-Scott)

κάρσιος: -α, -ον, πλάγιος, Ἡσύχ., Σουΐδ.· ἀλλὰ πιθαν. εὔχρηστον μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις ἐγκάρσιος, ἐπικάρσιος.

Greek Monolingual

κάρσιος, -ία, -ον (Α)
πλάγιος.
επίρρ...
καρσίως (Α)
πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υστερογενής τ. που προέρχεται από επικάρσιος, κατ' απόσπαση].