δυσκόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
(big3_12)
(10)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> sent. moral [[difícil de sobrellevar]] πότμος S.<i>Ant</i>.1346, ἄχη E.<i>HF</i> 1422.<br /><b class="num">2</b> sent. fís. [[difícil de transportar]] neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de transporte]] de ciertos árboles, Thphr.<i>HP</i> 5.8.1.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> sent. moral [[difícil de sobrellevar]] πότμος S.<i>Ant</i>.1346, ἄχη E.<i>HF</i> 1422.<br /><b class="num">2</b> sent. fís. [[difícil de transportar]] neutr. subst. τὸ δ. [[dificultad de transporte]] de ciertos árboles, Thphr.<i>HP</i> 5.8.1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσκόμιστος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο [[φορτίο]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει [[κανείς]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκόμιστος Medium diacritics: δυσκόμιστος Low diacritics: δυσκόμιστος Capitals: ΔΥΣΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: dyskómistos Transliteration B: dyskomistos Transliteration C: dyskomistos Beta Code: dusko/mistos

English (LSJ)

ον,

   A hard to bear, intolerable, πότμος S.Ant.1346 (lyr.); τέκνα E.HF1422.

German (Pape)

[Seite 683] schwer zu tragen; πότμος Soph. Ant. 1326; τέκνα Eur. Herc. Fur. 1422.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκόμιστος: -ον, ὃν δυσκόλως φέρει τις, ἀφόρητος, ἀσνυπόφορος, πότμος, Σοφ. Ἀντ. 1346· τέκνα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1423

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter, intolérable.
Étymologie: δυσ-, κομίζω.

Spanish (DGE)

-ον
1 sent. moral difícil de sobrellevar πότμος S.Ant.1346, ἄχη E.HF 1422.
2 sent. fís. difícil de transportar neutr. subst. τὸ δ. dificultad de transporte de ciertos árboles, Thphr.HP 5.8.1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσκόμιστος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα μεταφέρεται («δυσκόμιστο φορτίο»)
αρχ.
αυτός τον οποίο δύσκολα υπομένει ή υποφέρει κανείς.