καταβρόχω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>3ᵉ sg. opt. ao.</i> καταβρόξειε;<br />avaler, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *[[βρόχω]]. | |btext=<i>3ᵉ sg. opt. ao.</i> καταβρόξειε;<br />avaler, engloutir.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], *[[βρόχω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταβρόχω]] (Α) [[καταβροχθίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. [[βρόχω]] του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. <i>ἔ</i>-<i>βροξ</i>-<i>α</i> [[καθώς]] και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. [[βρόχθος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. opt. ao. καταβρόξειε;
avaler, engloutir.
Étymologie: κατά, *βρόχω.
Greek Monolingual
καταβρόχω (Α) καταβροχθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + το αμάρτυρο στον ενεστ. ρ. βρόχω του οποίου μαρτυρείται μόνο ο αόρ. ἔ-βροξ-α καθώς και αοριστικοί τ. άλλων εγκλίσεων σε σύνθ. ή γλώσσες του Ησυχίου. Βλ. και λ. βρόχθος.