κηρίων: Difference between revisions
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ) :<br />flambeau de cire, cierge.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]]. | |btext=ωνος (ὁ) :<br />flambeau de cire, cierge.<br />'''Étymologie:''' [[κηρός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κηρίων]], -ωνος, ό [[κηρίον]]<br /><b>1.</b> κέρινη [[λαμπάδα]] («[[πέντε]] λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», <b>Πλούτ.</b>).<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b> και τον <b>Φώτ.</b>) [[μάστιγα]], [[μαστίγιο]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 29 September 2017
English (LSJ)
ωνος, ὁ,
A wax light, waxen torch, Plu.2.263f, Gal.17(2).267. II whip, Hsch. and Phot.s.v. κηρίναι.
German (Pape)
[Seite 1433] ωνος, ὁ, Wachslicht, Wachsfackel, nach Plut. Qu. Rom. 2 Hochzeitsfackel der Römer. – Bei Hesych. auch eine Peitsche, wie κηρίνη.
Greek (Liddell-Scott)
κηρίων: -ωνος, ὁ, κηρίνη λαμπάς, πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν (οἱ Ρωμαῖοι) ἐν τοῖς γάμοις, ἃς κηρίωνας ὀνομάζουσιν Πλούτ. 2. 263Ε. ΙΙ. μάστιξ, Ἡσύχ., Φώτ. ἐν λέξ. κηρίναι.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ) :
flambeau de cire, cierge.
Étymologie: κηρός.
Greek Monolingual
κηρίων, -ωνος, ό κηρίον
1. κέρινη λαμπάδα («πέντε λαμπάδας ἅπτουσιν ἐν τοῑς γάμοις, ἃς κηριῶνας ὀνομάζουσιν», Πλούτ.).
2. (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) μάστιγα, μαστίγιο.