κμέλεθρον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κμέλεθρον''': τό, [[δοκός]], Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.
|lstext='''κμέλεθρον''': τό, [[δοκός]], Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.
}}
{{grml
|mltxt=[[κμέλεθρον]], τὸ (Α)<br />[[δοκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική [[ομοιότητα]] με το [[μέλαθρον]], η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική [[συγγένεια]]. Κατά μία [[άποψη]], [[κμέλεθρον]] <span style="color: red;"><</span> <i>κμέρεθρον</i> με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. <i>kmarati</i> «[[είμαι]] κεκαμμένος»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κμέλεθρον Medium diacritics: κμέλεθρον Low diacritics: κμέλεθρον Capitals: ΚΜΕΛΕΘΡΟΝ
Transliteration A: kmélethron Transliteration B: kmelethron Transliteration C: kmelethron Beta Code: kme/leqron

English (LSJ)

τό,

   A beam, Pamphil. ap. EM521.34 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1459] τό, nach Pamphilus in E. M. p. 521, 28 = μέλαθρον.

Greek (Liddell-Scott)

κμέλεθρον: τό, δοκός, Πάμφιλος ἐν Ἐτυμολ. Μέγ. 521. 27· ἴδε Κούρτ. Gr. Et. n˚ 31α.

Greek Monolingual

κμέλεθρον, τὸ (Α)
δοκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εντυπωσιακή η μορφική και σημασιολογική ομοιότητα με το μέλαθρον, η οποία όμως δεν συνεπάγεται αναγκαστικά και ετυμολογική συγγένεια. Κατά μία άποψη, κμέλεθρον < κμέρεθρον με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. kmarati «είμαι κεκαμμένος»].