κηρωτάριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ὀνόματι τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου καὶ ἀδιαιρέτου Τριάδος → in the name of the Holy and Consubstantial and Indivisible Trinity

Source
(6_21)
(20)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κηρωτάριον''': τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.
|lstext='''κηρωτάριον''': τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.
}}
{{grml
|mltxt=[[κηρωτάριον]], τὸ (Α)<br />[[έμπλαστρο]] από [[κερί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρωτός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άριον</i> (<span style="color: red;"><</span> λατ. -<i>arium</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βεστι</i>-<i>άριον</i>, <i>δελφιν</i>-<i>άριον</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρωτάριον Medium diacritics: κηρωτάριον Low diacritics: κηρωτάριον Capitals: ΚΗΡΩΤΑΡΙΟΝ
Transliteration A: kērōtárion Transliteration B: kērōtarion Transliteration C: kirotarion Beta Code: khrwta/rion

English (LSJ)

τό,

   A wax plaster, Sor.1.50, Damocr. ap. Gal.13.225.

German (Pape)

[Seite 1435] τό, Wachspflaster, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κηρωτάριον: τό, ἔμπλαστρον ἐκ κηροῦ, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 1. 214, Σωραν.

Greek Monolingual

κηρωτάριον, τὸ (Α)
έμπλαστρο από κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρωτός + κατάλ. -άριον (< λατ. -arium), πρβλ. βεστι-άριον, δελφιν-άριον].